δερμόνι

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

το
μεγάλο κόσκινο για σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (κατάλ.) -ονι. Η ετυμολ. σύνδεση της λ. με το αρχ. δρόμων «γρήγορο καράβι» δεν φαίνεται πολύ πιθανή].