δευτεράριος
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
Spanish (DGE)
-ου, ὁ segundo en la jerarquía monástica, IChr.M.255.3 (V/VI d.C.), Ath.Al.M.28.581A, Cyr.S.V.Euthym.48 (p.70), CCP (536) Act.1 (p.129.13), δευτερ(άριος) μειζότερος asistente mayor del abad PRainer Cent.159.2 (VI/VII d.C.) en BL 8.288.
Greek Monolingual
δευτεράριος, ο (Μ)
αυτός που κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τον ηγούμενο στο μοναστήρι.