δευτεροδία
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ, v. δευτεροδέομαι.
German (Pape)
[Seite 553] ἡ, Wiederholung, ibd.
Greek (Liddell-Scott)
δευτεροδία: ἡ, δευτέρωσις, ἐπανάληψις, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 124.
Greek Monolingual
δευτεροδία και (ορθότερον) δευτερῳδία, η (Α)
η επανάληψη, η δευτέρωση αριθμού.