δευτεροδία

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτεροδία Medium diacritics: δευτεροδία Low diacritics: δευτεροδία Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΔΙΑ
Transliteration A: deuterodía Transliteration B: deuterodia Transliteration C: defterodia Beta Code: deuterodi/a

English (LSJ)

ἡ, v. δευτεροδέομαι.

German (Pape)

[Seite 553] ἡ, Wiederholung, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

δευτεροδία: ἡ, δευτέρωσις, ἐπανάληψις, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 124.

Greek Monolingual

δευτεροδία και (ορθότερον) δευτερῳδία, η (Α)
η επανάληψη, η δευτέρωση αριθμού.