δημοθόρυβος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Spanish (DGE)

-ον
que perturba al pueblo κραυγὰς οἱ κόρακες δημοθορύβους ἀφιᾶσιν Ps.Caes.146.177.

Greek Monolingual

δημοθόρυβος, -ον (Α)
αυτός που θορυβεί στη συγκέντρωση του δήμου, που αναστατώνει τον λαό.