δημοσιότητα

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

η
1. το να περιέρχεται κάτι στην κοινή αντίληψη
2. το να είναι ή το να γίνεται κάτι δημόσια γνωστό
3. φρ. α) «το φως της δημοσιότητας» — η δημοσίευση
β) «υπό το φώς της δημοσιότητας» — κάτω από το πρίσμα της αλήθειας που έγινε διάφανη από τη δημοσίευση στοιχείων και δεδομένων
4. «δημοσιότητα βιβλίων» — το δικαίωμα που έχει ο ενδιαφερόμενος να συμβουλεύεται τα βιβλία μεταγραφών και υποθηκών
5. «δημοσιότητα συνεδριών» — το δικαίωμα να παρακολουθεί όποιος θέλει τις συνεδρίες της Βουλής, τών δικαστηρίων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στα Ελληνικά Χρονικά].