διάκος

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο
ο διάκονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διάκων < διάκονος (πρβλ. βαστάζος < βαστάζων, γέρος < γέρων, Χάρος < Χάρων)].