γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
οο διάκονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < διάκων < διάκονος (πρβλ. βαστάζος < βαστάζων, γέρος < γέρων, Χάρος < Χάρων)].