διάκος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ο
ο διάκονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διάκων < διάκονος (πρβλ. βαστάζος < βαστάζων, γέρος < γέρων, Χάρος < Χάρων)].