διάτριτος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτρῐτος Medium diacritics: διάτριτος Low diacritics: διάτριτος Capitals: ΔΙΑΤΡΙΤΟΣ
Transliteration A: diátritos Transliteration B: diatritos Transliteration C: diatritos Beta Code: dia/tritos

English (LSJ)

διάτριτον,
A tertian, opp. ἀμφημερινός, περίοδοι Ph.1.427: but more freq.,
II διάτριτος (sc. περίοδος), ἡ, period of three days, τὴν ἀπὸ ταύτης φυλακτέον διάτριτον Herod.Med. ap. Orib.5.27.23; ἡ πρώτη διάτριτος Thessal. ap. Gal.10.264; πρὸ τῆς πρώτης δ. S.E.P.2.237.

Spanish (DGE)

-ον
1 de tres días περίοδοι en medic. ref. a la fiebre terciana, Ph.1.427.
2 subst. ἡ διάτριτος período de tres días o ternario en el que según cierta escuela médica se dividía la enfermedad y el tratamiento, Herod.Med. en Orib.5.27.23, S.E.P.2.237, ἡ πρώτη δ. durante el que se prescribía el ayuno, Gal.10.264, ref. a las fiebres tercianas diatriti tempus Cael.Aur.CP 1.3.35
en cont. no medic., dud. en Phld.Epicur.Tract.16.6.

German (Pape)

immer am dritten Tage wiederkehrend, Medic.

Russian (Dvoretsky)

διάτρῐτος: повторяющийся или обостряющийся каждый третий день (νόσος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτρῐτος: -ον, ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν τρίτην ἡμέραν, τριταῖος, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ, 2.237, Γαλην. 10.346, Ὀρειβ. 1.413.

Greek Monolingual

διάτριτος, -ον (Α)
1. αυτός που επανέρχεται κάθε τρίτη ημέρα, τριταίος
2. το θηλ. ως ουσ. η διάτριτος
περίοδος τριών ημερών.