διαδώ

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

διαδῶ (-έω) (Α) δω
1. περιδένω με επίδεσμο
2. δένω ταινία ή τοποθετώ διάδημα στα μαλλιά μου
3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο διαδούμενος
το πασίγνωστο άγαλμα του Πολυκλείτου.