διαλωβάω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. διαλελωβημένος;
gratter entièrement, corrompre;
Moy. διαλωβάομαι, διαλωβῶμαι mutiler.
Étymologie: διά, λωβάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λωβάω verminken.
-ῶ :
part. pf. Pass. διαλελωβημένος;
gratter entièrement, corrompre;
Moy. διαλωβάομαι, διαλωβῶμαι mutiler.
Étymologie: διά, λωβάω.
δια-λωβάω verminken.