διαπηγνύω

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

διαπηγνύω)
παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσω
αρχ.
1. μπήγω, σφηνώνω
2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το.