διαπόρθμευση
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
η (Α διαπόρθμευσις, -εως) διαπορθμεύω
η διάβαση στην απέναντι όχθη ή ακτή μέσω πορθμείου.