διαπόρθμευση

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

η (Α διαπόρθμευσις, -εως) διαπορθμεύω
η διάβαση στην απέναντι όχθη ή ακτή μέσω πορθμείου.