διασάττω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασάττω Medium diacritics: διασάττω Low diacritics: διασάττω Capitals: ΔΙΑΣΑΤΤΩ
Transliteration A: diasáttō Transliteration B: diasattō Transliteration C: diasatto Beta Code: diasa/ttw

English (LSJ)

stuff with a thing, αἵματι καὶ σαρξίν Gal.1.32: pf. part. Pass. διασεσαγμένος Archig. ap. eund.8.931; δ. ὑπό, c. gen., gorged with.., Machoap.Ath.6.244c: c. gen., Gp.19.9.5: c. dat., σκυβάλοις Ruf. ap. Orib.8.24.13.

Spanish (DGE)

διασάσσω
• Alolema(s): át. διασάττω
1 tr. llenar, saciar en v. pas. ἄνθρωπος ὑπὸ τῶν μαινίδων ... διασεσαγμένος Macho 36, en v. pas. ἀρτηρία διασεσαγμένη = la arteria hinchada e.e. llena de líquido, Archig. en Gal.8.931, 932.
2 intr. llenarse c. dat. (ἀθληταί) διασάξαντες αἵματί τε καὶ σαρξίν Gal.1.32, en v. med. mismo sent. σκυβάλοις Ruf. en Orib.8.24.13, c. gen. τῶν γιγάρτων Gp.19.9.5.

German (Pape)

[Seite 601] vollstopfen, τινί, Galen.; aber ἀφύης (gen.) διασεσαγμένος Macho bei Ath. VI, 244 c.

Greek (Liddell-Scott)

διασάττω: γεμίζω μέ τι, στουπώνω πέρα καὶ πέρα, τινι Γαλην.· μετὰ γεν., διασεσαγμένος ἀφύης, γεμᾶτος μὲ σμαρίδας, Μάχων παρ’ Ἀθην. 244C.

Greek Monolingual

διασάττω (AM)
παραγεμίζω, στουπώνω.