διασπαράττω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

French (Bailly abrégé)

att. c. διασπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σπαράττω, Ion. διασπαράσσω aan stukken scheuren.