ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
και διαταράσσω (AM διαταράσσω και διαταράττω)προκαλώ σύγχυση, διασαλεύω, ενοχλώ, ανησυχώ («διαταράζω την κοινή ησυχία, τη δημόσια τάξη...»).