διερεθιστικός

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερεθιστικός Medium diacritics: διερεθιστικός Low diacritics: διερεθιστικός Capitals: ΔΙΕΡΕΘΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dierethistikós Transliteration B: dierethistikos Transliteration C: dierethistikos Beta Code: diereqistiko/s

English (LSJ)

διερεθιστική, διερεθιστικόν, provocative, τῶν συμπτωμάτων ib.23; δ. σημεῖον Phlp. in GA197.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que provoca, provocador c. gen. τῶν συμπτωμάτων Herod.Med. en Orib.5.30.23, cf. Phlp.in GA 197.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διερεθιστικός, -ή, -όν) διερεθίζω
αυτός που προκαλεί διερέθιση.