διερεθιστικός
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
διερεθιστική, διερεθιστικόν, provocative, τῶν συμπτωμάτων ib.23; δ. σημεῖον Phlp. in GA197.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que provoca, provocador c. gen. τῶν συμπτωμάτων Herod.Med. en Orib.5.30.23, cf. Phlp.in GA 197.18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διερεθιστικός, -ή, -όν) διερεθίζω
αυτός που προκαλεί διερέθιση.