διερεθίζω
English (LSJ)
A provoke greatly, Plb.9.18.9, Phld.Ir.p.48 W., al., Ph.1.602, Aesop.250:—Pass., δ. πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.837b17; ἔκ τινος Plu.Oth.4.
2 stimulate, τὰς ἐκκρίσεις Herod.Med. ap. Orib.8.4.1.
Spanish (DGE)
I 1excitar, provocar τοὺς ἐν τῇ πόλει a la guarnición Plb.9.18.9, π[ολ] λούς Phld.Piet.1683, ἀμνὸν δ' ἢ χίμαρον ἢ βοῦν ... ὁπότε διερεθίζει τις Ph.1.602, τὴν ἐπιθυμίαν Ph.2.483, τοὺς Ῥωμαίους ἐς μύσος πρεσβέων App.Pun.81, (αἱ θήλειαι) τοὺς ἄρρενας εἰς τοῦτο (sc. τὴν μίξιν) διερεθίζουσι Ar.Byz.Epit.98.26, τοὺς ἰσχυροτέρους Aesop.149, cf. abs. Phld.Ir.31.13.
2 medic. estimular τὰς ἐκκρίσεις Herod.Med. en Orib.8.4.1, en v. pas., Phlp.in GA 196.29
•irritar κλυστῆρι διερεθίσαι τὴν γαστέρα Ateph.in Hp.Aph.1.126.6.
II intr. en v. med.
1 excitarse, irritarse Phld.Ir.47.30, Plu.Oth.4, Gal.18(2).118.
2 discutir, pelearse πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.837b18.
German (Pape)
fortwährend anreizen, Pol. 9.18.9 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
διερεθίζω:
1 раздражать, приводить в ярость (τινά Polyb., Plut.; διερεθίζεσθαι πρὸς ἀλλήλους Arst. - v.l. διερίζεσθαι);
2 возбуждать (φθόνον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διερεθίζω: μεγάλως ἐρεθίζω, Πολύβ. 9. 18, 9.
Greek Monolingual
(AM διερεθίζω)
ερεθίζω κάποιον συνεχώς, παροξύνω
αρχ.
διεγείρω, προκαλώ ερεθισμό.