δικομήτρα

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκομήτρα Medium diacritics: δικομήτρα Low diacritics: δικομήτρα Capitals: ΔΙΚΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: dikomḗtra Transliteration B: dikomētra Transliteration C: dikomitra Beta Code: dikomh/tra

English (LSJ)

ἡ, mother of lawsuits, Com.Adesp.984.

Spanish (DGE)

(δῐκομήτρα) -ας, ἡ
madre, e.d. origen de todos los pleitos, Com.Adesp.590.

German (Pape)

[Seite 629] ἡ, nach B. A. p. 35 οἷον μήτηρ δικῶν, kom. Wort, Prozessmutter.

Greek (Liddell-Scott)

δικομήτρα: ἡ, μήτηρ καὶ γεννήτρια δικῶν καὶ συκοφαντιῶν, Κωμικ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 666. Β. Α. σ. 35.

Greek Monolingual

δικομήτρα, η (Α)
αυτή που προκαλεί έριδες και δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + μήτρα.