διϊδρόω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
transude, Hp. Loc.Hom.27, Gal.8.644 (Pass.), Hsch. s.v. κηκίειν.
Spanish (DGE)
1 sudar, transpirar ἤν τε διουρήσῃ, ἤν τε διϊδρώσῃ Hp.Loc.Hom.27, cf. Gal.19.93.
2 en v. med. filtrarse αἵματος, ἐκ μὲν τῶν ἀγγείων διϊδρουμένου κατὰ τοὺς χιτῶνας αὐτῶν Gal.7.714, ἀπὸ νοτίδος αἱματηρᾶς διιδρουμένης Gal.2.903, cf. 1.394
•en v. pas. ser exudado (ὕλη) Steph.in Hp.Progn.118.39.
3 borbotear Hsch.s.u. κηκίειν.
German (Pape)
durchschwitzen; dah. = den Schweiß aussondern, Galen.