δοκησίνους
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
δοκησίνουν, = δοκησιδέξιος (clever in one's own conceit), Callias Com. 27.
German (Pape)
zusammengezogen aus δοκησίνοος.