δοξόω
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
only Pass., δοξόομαι, have the character or credit of being, ἐδοξώθη εἶναι σοφώτατος Hdt.8.124; δεδόξωσθε εἶναι ἀγαθοί Id.7.135, cf. 9.48.
Greek (Liddell-Scott)
δοξόω: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. δοξόομαι, ἔχω τὴν ὑπόληψιν τοῦ εἶναι, ὅτι εἶμαι…, ἐδοξώθη εἶναι σοφώτατος Ἡρόδ. 8. 124· δεδόξωσθε εἶναι ἀγαθοὶ 7. 135, πρβλ. 9. 48.
French (Bailly abrégé)
δοξῶ :
donner la réputation de ; Pass. avoir la réputation de, inf..
Étymologie: δόξα.