τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
1. χρέωση, οφειλή
2. φρ. «δούναι και λαβείν» — πιστοχρέωση, δοσοληψία
3. «δεν έχω δούναι και λαβείν μαζί του» — δεν έχω σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απαρμφ. αόρ. β' του δίδωμι.