δοῦναξ
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
English (LSJ)
δουνακόεις, poet. for δον-.
Spanish (DGE)
v. δόναξ.
German (Pape)
[Seite 662] u. ä., ion. u. ep. = δονακοφοίτης, δόναξ, w. m. s.
Greek Monotonic
δοῦναξ: δουνακόεις, Ιων. αντί δον-.
Russian (Dvoretsky)
δοῦναξ: ион. = δόναξ.