δρακοντίαση

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η (Α δρακοντίασις)
ιατρ. δερματική πάθηση που προκαλείται από την ανάπτυξη στον οργανισμό του νηματώδους σκώληκα δρακόντιο της Μεδίνης ή φιλάρια της Μεδίνης.