Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δρακοντίαση

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η (Α δρακοντίασις)
ιατρ. δερματική πάθηση που προκαλείται από την ανάπτυξη στον οργανισμό του νηματώδους σκώληκα δρακόντιο της Μεδίνης ή φιλάρια της Μεδίνης.