δρακοντίαση
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
η (Α δρακοντίασις)
ιατρ. δερματική πάθηση που προκαλείται από την ανάπτυξη στον οργανισμό του νηματώδους σκώληκα δρακόντιο της Μεδίνης ή φιλάρια της Μεδίνης.