δυσάλιος

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάλιος Medium diacritics: δυσάλιος Low diacritics: δυσάλιος Capitals: ΔΥΣΑΛΙΟΣ
Transliteration A: dysálios Transliteration B: dysalios Transliteration C: dysalios Beta Code: dusa/lios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for δυσήλιος.

Spanish (DGE)

v. δυσήλιος.

German (Pape)

[Seite 675] dor. = δυσήλιος, Eur. Rhes. 247.

Russian (Dvoretsky)

δυσάλιος: (ᾱ) дор. = δυσήλιος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάλιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ δυσήλιος.

Greek Monolingual

δυσάλιος, -ον (Α)
1. δυσήλιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσάλιον
τρικυμία.

Greek Monotonic

δυσάλιος: -ον, Δωρ. αντί δυσ-ήλιος.