δυσαγώνιστος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
δυσαγώνιστον, impregnable, Poll.3.141, 5.79,105.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de combatir Poll.3.141, 5.105.
2 difícil de cazar del jabalí, Poll.5.79, cf. Erot.93.13.
German (Pape)
[Seite 674] schwer zu erkämpfen, Poll. 3, 141.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾰγώνιστος: -ον, δυσκολονίκητος, δυσκαταμάχητος, Πολυδ. Γ΄, 141., Ε΄, 79, 105.