δυσπαραβοήθητος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
δυσπαραβοήθητον, hard to assist, Plb.5.22.7.
Spanish (DGE)
-ον
que no recibe ayuda, desasistido, indefenso τὴν δύναμιν ἄγοντας δυσπαραβοηθήτους Plb.5.22.7.
German (Pape)
[Seite 686] dem schwer zu helfen ist, Pol. 5, 22, 7.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαραβοήθητος: которому трудно оказать помощь Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραβοήθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ βοηθήσῃ τις, Πολύβ. 5. 22, 7.
Greek Monolingual
δυσπαραβοήθητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να βοηθήσει κανείς.