δόσιμο

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

το (Μ δόσιμον)
1. προσφορά, παροχή
2. φόρος
νεοελλ.
το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχ. επιθ. δόσιμος].