δόσιμο

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

το (Μ δόσιμον)
1. προσφορά, παροχή
2. φόρος
νεοελλ.
το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχ. επιθ. δόσιμος].