δύσχροια
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ἡ, bad colour, Dsc.Ther.6, Gal.17(2).215, Asp.in EN 44.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mal color ref. a pers. palidez δ. ἐπαλγὴς περὶ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς αἰσθήσεως Dsc.Ther.6, δύσχροιαι περὶ τὸ σύμπαν γίνονται σῶμα Gal.7.345, op. εὔχροια Asp.in EN 44.6, Gal.17(2).215, Sor.1.15.20, fig. δ. καὶ μέλαινα de la naturaleza humana tras el pecado, Gr.Nyss.Hom.in Cant.100.8.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, üble Farbe, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχροια: ἡ, κακὸν χρῶμα, Γαλην. 7, 131, Γρηγ. Νύσσ. 1, 518.