εγκαίω

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ἐγκαίω (Α)
1. καίω, θερμαίνω
2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω
3. (για τον ήλιο) καψαλίζω
4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί
5. βάζω φωτιά σε κάτι
6. (για πάθος) φλογίζω
7. προσφέρω θυσία.