εγκοιμώμαι

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

ἐγκοιμῶμαι (-άομαι) (Α)
1. κοιμάμαι μέσα σ' έναν χώρο («ἐγκοιμῶμαι ἐν σπηλαίῳ»)
2. κοιμάμαι σε ναό για να δω μαντικά όνειρα ή για να θεραπευθώ
3. κοιμάμαι στη διάρκεια του δείπνου.