εδρεύω

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

(Μ ἑδρεύω) έδρα
(για αξιωματούχο, αρχή, διοίκηση εταιρείας κ.λπ.) έχω ως έδρα, ως μόνιμο τόπο εργασίας
νεοελλ.
βρίσκομαι σταθερά σ' ένα σημείο («ο πόνος εδρεύει στο στομάχι»).