ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
(Μ ἑδρεύω) έδρα(για αξιωματούχο, αρχή, διοίκηση εταιρείας κ.λπ.) έχω ως έδρα, ως μόνιμο τόπο εργασίαςνεοελλ.βρίσκομαι σταθερά σ' ένα σημείο («ο πόνος εδρεύει στο στομάχι»).