εθελόσοφος

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345

Greek Monolingual

ἐθελόσοφος, -ον (Α)
αυτός που πιστεύει αστήριχτα ότι είναι σοφός.