εθνοκτόνος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που καταστρέφει το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].