Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εικονογραφώ

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

(AM εἰκονογραφῶ, -έω)
1. περιγράφω παραστατικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, -η, -ο
(για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες.
νεοελλ.
1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες
αρχ.
1. ζωγραφίζω
2. κάνω προσωπογραφία.