εισφρέω
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
εἰσφρέω (Α)
1. αφήνω να μπει, να περάσει, παραδέχομαι
2. εισδύω, εισέρχομαι
3. (για τροφή) καταβροχθίζω.