εισωπός

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

εἰσωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον
2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο
3. φανερός, ορατός.