εκατέρωθεν

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source

Greek Monolingual

(AM ἑκατέρωθεν)
(επίρρ. τοπ.)
1. και από τα δύο μέρη, και από τις δύο πλευρές
2. από το κάθε ένα μέρος.