εκατέρωθεν

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

(AM ἑκατέρωθεν)
(επίρρ. τοπ.)
1. και από τα δύο μέρη, και από τις δύο πλευρές
2. από το κάθε ένα μέρος.