εκατοντάδα

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

η (AM ἑκατοντάς)
ο αριθμός εκατό, η ποσότητα εκατό ομοειδών όντων, η εκατοστή, το εκατοστάρι («εκατοντάδες ανθρώπων»).