έκρυση

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

η (Α ἔκρυσις)
1. διέξοδος ρέοντος υγρού
2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση)
3. (για τρίχες) πτώση
4. η ουσία που εκρέει.