εκσείω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐκσείω)
1. σείω δυνατά προς τα έξω, τινάζω προς τα έξω, αποτινάζω, εκτινάσω
2. μτφ. βγάζω έξω από κάτι, απομακρύνω, αφαιρώ κάτι.