εκχειλίζω

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

και ξεχειλίζω
1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ
(«ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.»)
2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ
3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου («ξεχείλισε η οργή μου»).