ελαιοβρεχής
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Greek Monolingual
-ές και ελαιοβραχής, -ές και ελαιόβροχος, -η, -ο (AM ἐλαιοβρεχής, -ές και ἐλαιοβραχής, -ές και ἐλαιόβροχος, -ον)
ο βρεγμένος, διάβροχος με λάδι, ο μουσκεμένος στο λάδι.