ελαιογόνος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που παράγει λάδι, ο ελαιοπαραγωγός
2. το ουδ. ως ουσ. «ελαιογόνο αέριο» — ονομασία χημικής οργανικής ένωσης.