ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
-ο1. αυτός που παράγει λάδι, ο ελαιοπαραγωγός2. το ουδ. ως ουσ. «ελαιογόνο αέριο» — ονομασία χημικής οργανικής ένωσης.