ελόγου

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

μου, σου, του και της, μας, σας, τους
(σε ειδ. περιπτώσεις αντί της προσ. αντων.) εγώ, εσύ, αυτός / αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί / αυτές.