εμπυρία

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

ἐμπυρία και ἐμπυρεία, η (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. μαντεία με τη φωτιά, πυρομαντ(ε)ία
2. δημόσιος όρκος που δινόταν ως δοκιμασία πάνω στη φωτιά του βωμού
3. βασανιστήριο με φωτιά.