ζωογόνηση
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
η (AM ζωογόνησις) ζωογονώ
νεοελλ.
παροχή ζωής, τόνωση, εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωντάνεμα
αρχ.
γέννηση, παραγωγή έμβιων όντων.