ενάριθμος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-η, ο (AM ἐνάριθμος, -ον)
νεοελλ.
ο αριθμημένος («ενάριθμα γραμματόσημα» — ειδικά γραμματόσημα για είσπραξη, από τον παραλήπτη, του ελλιπούς τέλους ταχυδρομούμενων αντικειμένων, αλλιώς «εισπρακτέα»)
αρχ.
1. εναρίθμιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνάριθμα
οι μονάδες
3. υπολογίσιμος.