ενστερνίζομαι

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

(AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) στερνίζομαι
1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω
2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος της ψυχής μου
αρχ.-μσν.
ενεργ. αγκαλιάζω.