ενστερνίζομαι
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Greek Monolingual
(AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) στερνίζομαι
1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω
2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος της ψυχής μου
αρχ.-μσν.
ενεργ. αγκαλιάζω.