ενστερνίζομαι

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

(AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) στερνίζομαι
1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω
2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος της ψυχής μου
αρχ.-μσν.
ενεργ. αγκαλιάζω.