εναντιόφρων

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

-ον (Μ ἐναντιόφρων, -ον)
αυτός που φρονεί τα αντίθετα, που έχει αντίθετη γνώμη, που εναντιώνεται σε κάτι.