μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
-α, -ο1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη μήτρα («ενδομήτρια ζωή»)2. το ουδ. ως ουσ. το ενδομήτριοιστός που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας.