ενδομήτριος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη μήτρα («ενδομήτρια ζωή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ενδομήτριο
ιστός που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας.